- συγχίς
- συγχίςSee also: s. συκχίς.Page in Frisk: 2,817
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
συγχίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συκχίς … Dictionary of Greek
συγχίδα — συγχίς shoe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκχίς — και συγχίς, ἡ, Α είδος φρυγικού υποδήματος ή κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, η οποία, κατά μια άποψη, συνδέεται με το αβεστ. haxa «πέλμα». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από γλώσσα τής περιοχής τού Καυκάσου] … Dictionary of Greek