συγχίς

συγχίς
συγχίς
See also: s. συκχίς.
Page in Frisk: 2,817

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συκχίς …   Dictionary of Greek

  • συγχίδα — συγχίς shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκχίς — και συγχίς, ἡ, Α είδος φρυγικού υποδήματος ή κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, η οποία, κατά μια άποψη, συνδέεται με το αβεστ. haxa «πέλμα». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από γλώσσα τής περιοχής τού Καυκάσου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”